φιλόκαλος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκᾰλος Medium diacritics: φιλόκαλος Low diacritics: φιλόκαλος Capitals: ΦΙΛΟΚΑΛΟΣ
Transliteration A: philókalos Transliteration B: philokalos Transliteration C: filokalos Beta Code: filo/kalos

English (LSJ)

ον,

   A loving the beautiful (both of personal and moral beauty), loving beauty and goodness, Pl.Phdr.248d, Criti.111e, Com.Adesp. Oxy.1239.18, etc.; τὸ φ. Plu.2.61d, 1026d.    2 fond of effect and elegance, X.Cyr.1.3.3; φ. περὶ ὅπλα ib.2.1.22; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φ. Isoc.1.26, cf. 10.57; of the peacock, Arist.HA488b24. Adv., -λως ἔχειν περί τι J.AJ12.2.1, cf. Gal.14.218, etc.: Comp. -καλώτερον κοπρίσαι more elaborately, Gp.5.26.10.    II fond of honour, seeking honour, φιλοκαλώτεροι ἐν τοῖς κινδύνοις X.Smp.4.15, cf. Arist.EN 1125b12, 1179b9.    III κατὰ τὸ φ. πειραθέντα κατανοῆσαι to see by working out the calculation, Iamb. in Nic.p.124 P.

German (Pape)

[Seite 1280] das Schöne, Gute, Edle liebend, Freund des Schönen, sowohl vom äußerlich Schönen, Anständigen, als vom Sittlichschönen; Plat. Phaedr. 248 d Critia. 111 e; – prunkliebend, glanzliebend, Xen. Cyr. 8, 3,5; περὶ ὅπλα 2, 1,22, die schönen Waffen liebend; τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα Isocr. 1, 27, u. A.; auch im comp., φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Xen. Conv. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκαλος: -ον, ὁ φιλῶν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον (ἐπί τε σωματικῆς καὶ ἠθικῆς καλλονῆς), ὁ ἀγαπῶν τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, Πλατ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Κριτί. 111Ε, Ξεν., κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὸ ἐπιδεικτικὸν καὶ κομψόν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3· φ. περὶ τὰ ὅπλα αὐτόθι 2. 1, 22· φιλ. τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα Ἰσοκρ. 7D, πρβλ. 217C ἐπὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· ― τὸ φιλόκαλον Πλούτ. 2. 67D, 1026D, κλπ. ― Ἐπίρρ., φιλοκάλως ἔχειν πρός τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 1, Γαλην., κλπ. ΙΙ. ὁ ἐπιζητῶν τιμήν, φιλοκαλώτερος ἐν τοῖς κινδύνοις Ξεν. Συμπ. 4. 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 4., 10. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime les belles choses, la parure, l’élégance ; τὸ φιλόκαλον l’amour des belles choses;
2 qui aime la vertu, l’honnêteté, la noblesse des sentiments;
Cp. φιλοκαλώτερος.
Étymologie: φίλος, καλός.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόκαλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος
αρχ.
1. αυτός που του αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.)
2. αυτός που επιζητεί διάκριση, τιμές
3. αυτός που εκτελεί αριθμητικές πράξεις, λογαριασμούς
4. ο φιλομαθής
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαλον
η φιλοκαλία.
επίρρ...
φιλοκάλως ΝΜΑ, και φιλόκαλα Ν
με φιλοκαλία, καλαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καλός.