λειώλης

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειώλης Medium diacritics: λειώλης Low diacritics: λειώλης Capitals: ΛΕΙΩΛΗΣ
Transliteration A: leiṓlēs Transliteration B: leiōlēs Transliteration C: leiolis Beta Code: leiw/lhs

English (LSJ)

ες,

   A = πανώλης, IG12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· τελείως ἐξώλης, Hsch.

Greek Monolingual

λειώλης, -ες (Α)
επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση του επιρρ. λείως + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης, προ-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].