νήνεμος
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ον, (νη-, ἄνεμος)
A without wind, calm, αἰθήρ Il.8.556, Ar.Th.43 (anap.); γαλάνα A.Ag.740 (lyr.); πέλαγος E.Hel.1456 (lyr.); αἴθρη Ar.Av.778 (lyr.); νηνέμους ἔσχεν αἰθὴρ δρόμους Limen.8; ἐν νηνέμοις in windless places, Thphr. HP1.8.1: Comp., διὰ τὸ -ώτερον εἶναι Arist.Mete.373a24 (s.v.l.). 2 metaph., ν. ἔστησ' ὄχλον E.Hec.533; ν. ἔχειν τὴν ψυχήν Plu.2.589d.
German (Pape)
[Seite 252] ον (νη – ἄνεμος), ohne Wind, windstill; αἰθήρ, Il. 8, 556; πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών, Aesch. Ag. 566; αἴθρη, Ar. Av. 778; Sp.; übh. still, ruhig, φρόνημα μὲν νηνέμου γαλάνας, Aesch. Ag. 720; νήνεμον δ' ἔστησ' ὄχλον, Eur. Hec. 531; übertr., ψυχή, Plut. de genio Socrat. 20.