παιδεύω
English (LSJ)
fut. -σω: aor. ἐπαίδευσα: pf. πεπαίδευκα:—Med., fut.
A παιδεύσομαι E.Fr.1068: aor. ἐπαιδευσάμην Pl.R.546b:—Pass., fut. παιδευθήσομαι ib.376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri.54a: aor. ἐπαιδεύθην S.OC562, Pl. Mx.236a, etc.: pf. πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17, Pl.Lg.920a, etc.: (παῖς):—bring up or rear a child, λευκὸν αὐτὴν . . ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648:—Pass., ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC562; Ἅιδου δ' ἐν δόμοις παιδεύεται E.Ion953: but mostly, II opp.τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri.54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr.451, E.Supp.917; τοὺς νέους Pl.Ap.24e, etc.; κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν . . ὁ ποιητής Pl.R.606e; also, of animals, train, X.Eq.10.6 (Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by... παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg.741a; μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R.430a; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib.522a; π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138; ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri.50e; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg.519e, X.Mem. 2.1.17 (Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R.492e, X.Mem.1.2.1 (Pass.); πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol.1260b15; ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3 (Pass.); περὶ βύρσας Id.Ap.29, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d; ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol.1337b23: c. acc. et inf., π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155: with predicative Adj. or Subst., π. τινὰ κακόν S.OC919; γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr.601:—in Pass., c. acc. rei, to be taught a thing, παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg.695a, al.; ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5: c. acc. cogn. (attracted), ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78: c. inf., π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3; ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι . . ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39 (in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι . . Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in pf. part. Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg.654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib.876d; opp. δημιουργός, Id.Amat.135d; ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol.1282a4; π. also, well-bred, Id.EN1128a21:—Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr.1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R.546b: c. acc. cogn., πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men.93d:—also in Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas Med. is sts. used like Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA561(lyr.)). 2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226. III correct, discipline, τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj.595; διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11. 2 chastise, punish, LXX Ho.7.12, Ev.Luc.23.16, al.
German (Pape)
[Seite 440] ein Kind erziehen und unterrichten; παῖδας εὖ παιδεύετε, Eur. Suppl. 917; κώμοις παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον, Cycl. 490; ἵνα αὐτοὺς ἐκθρέψῃς καὶ παιδεύσῃς, Plat. Crit. 54 a, öfter; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής, Rep. X, 606 e; auch mit doppeltem acc. ἃ ἡμεῖς αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, III, 414 d; pass., μουσικὴν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, wie διδάσκω, Menex. 236 a; auch καίτοι σε Θῆβαί γ' οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν, Soph. O. C. 919; εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε, zu besonnenen, mäßigen, so daß sie mäßig sind, Eur. Andr. 601; u. mit dem inf., παιδεύω σε στρατηγεῖν, ich erziehe oder unterrichte dich dazu, Feldherr, Heerführer zu sein, Xen. Cyr. 1, 6, 12; πεπαίδευται καρτερεῖν πρὸς τὸ ῥῖγος, Mem. 2, 3, 13; – παιδεύειν ἐς τέχνην, zu einer Kunst anleiten, erziehen, ib. 2, 1, 17; Plat. Gorg. 519 e; ἦθος πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον, Rep. VI, 492 e, vgl. Prot. 342 d (πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Xen. Mem. 1, 2, 1); gew. μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, Rep. IV, 430 a; ἐν ἤθεσι, Isocr. 4, 82; ἐπαιδεύθη ἐν Περσῶν νόμοις, Xen. Cyr. 1, 2, 2; ἐν ᾑ παιδείᾳ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης, Plat. Crit. 50 d; ἐπ' ἀρετήν, Xen. Cyn. 13, 3; – ὁ πεπαιδευμένος, der Gelehrte, Gebildete, Xen. oft, übh. der mit einer Sache Vertraute, Kundige, im Ggstz des ἀπαίδευτος und ἰδιώτης. – Das med., für sich erziehen, Plat. Rep. VIII, 546 b Menex. 238 b, unterrichten lassen.