ἀπονίζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονίζω Medium diacritics: ἀπονίζω Low diacritics: απονίζω Capitals: ΑΠΟΝΙΖΩ
Transliteration A: aponízō Transliteration B: aponizō Transliteration C: aponizo Beta Code: a)poni/zw

English (LSJ)

later ἀπονευρ-νίπτω D.S 4.59, Plu.Phoc.18, and once as v.l. in Hom., v. infr.:—

   A wash off, ἀπονίψαντες . . βρότον ἐξ ὠτειλῶν Od.24.18), cf. Il.7.425 (tm.):—Med., wash off from oneself, ἱδρῶ πολλὸν ἀπονίζοντο θαλάσσῃ ib.10.572.    II wash clean, esp. of the hands and feet, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην I perceived it (the scar) as I was washing his feet, Od.23.75; ὅταν ἡ θυγάτηρ μ' ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ Ar.V.608, cf. Men.Georg.60; ἓ μὲν ἔφη ἀ. τὸν παῖδα Pl.Smp. 175a:—Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι wash one's body, v.l. in Od.18.179, cf. 172; χεῖράς τε πόδας τε ib.22.478: abs., οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ -νίζοιτο Heraclit.5; wash one's hands (esp. after meals, cf. Ar.Byz. ap. Ath.9.408f), Hp.Mul.1.89; ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ar.Av.1163; ἀπονίψασθαι δοτέον water to wash with, Alex.250, cf. Antiph.136; so in pf. Pass., ἀπονενίμμεθ' Ar.V.1217; ἀπονενιμμένος Id.Ec.419; also in late Prose, v. supr.; τῆς κρήνης -νιψάμενος Alciphr.3.1; but ἀπονίψασθαι τὸ πρόσωπον ἀπὸ τᾶς κράνας IG4.951.63 (Epid.).    2 rarely of things, ἀ. τὴν κύλικα Pherecr.41.

German (Pape)

[Seite 316] poet. u. Sp. wie Plut. Phoc. 18 auch ἀπονίπτω (s. νίζω), abwaschen, ἀπονίζουσα Od. 23, 75; ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον Iliad. 7, 425; Plat. Conv. 175 a; ἀπονίζῃ Ar. Vesp. 608; ἀπονίψατε Od. 19, 317; ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλέων 24, 189. – Häufiger med., sich reinigen von etwas, χρῶτ' ἀπονί. πτεσθαι Od. 18, 179; ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο [mit langem ε] Il. 10, 572; χρῶτ'ἀπονιψαμένη Od. 18, 172; ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε 22, 478; oft abs., sich waschen, ἀπονενίμμεθα (nach der Mahlzeit, wie Poll. u. Ath. IX, 408 f auch bemerken) Ar. Vesp. 1217; vgl. Eccl. 419; ἀπονίψομαι Av. 1163; ἀπονιψάμενος Plat. Conv. 223 d, u. Sp.; τὸν πηλὸν ἀπονιψάμενοι τῶνποδῶν, sich den Schmutz von den Füßen abwaschen, Plut. Symp. 1, 2, 3; τὸν ὕπνον Luc. amor. 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονίζω: καὶ μεταγεν. ἀπονίπτω, ὡς ἐν. Διοδ. 4. 59, Πλουτ. Φωκ. 18, καὶ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.: μελλ. -νίψω. Ἀπονίπτω, ἀποπλύνω, ἀπονίψαντες… βρότον ἐξ ὠτειλέων Ὀδ. 189, πρβλ. Ἰλ. Η. 425: ― Μεσ., ἀποπλύνω ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ Κ. 572. ΙΙ. νίπτω καὶ καθαρίζω, κυρίως ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, παρετήρησα αὐτὴν (δηλ. τὴν οὐλὴν) ἐνῶ ἔνιπτον τοὺς πόδας αὐτοῦ, Ὀδ. Ψ. 75· πρβλ.Τ 376· ὅταν… ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ’ ἀλείφῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἀπ . τὸν παῖδα Πλάτ. Συμπ. 175Α : ― Μέσ., χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι, ἀποπλύνειν τὸ σῶμα, Ὀδ. Σ. 179, πρβλ. 171· χεῖράς τε πόδας τε Χ 478· ἀπολ., νίπτω τὰς χεῖράς μου, ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1163· ἀπονίψασθαι δοτέον, νὰ κομισθῇ ὕδωρ διὰ νίψιμον, «νὰ φέρουν νίψιμον» ὡς λέγουσιν ἐν Θράκῃ Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 1· οὕτως ἐν τῳ παθητ. πρκμ., ἀπονενίμμεθ’ Ἀριστοφ. Σφ. 1217· ἀπονενιμμένος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 419: ― ἴδε ἀπόνιπτρον. 2) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, «ξεπλύνω»· νυνὶ δ’ ἀπονίζων τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 4.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
confond ses autres temps avec ceux de
ἀπονίπτω : f. ἀπονίψω, ao. ἀπένιψα;
1 enlever en lavant, laver : βρότον OD du sang noir;
2 nettoyer en lavant, laver (le corps, les pieds, etc.);
Moy. ἀπονίζομαι (impf. ἀπενιζόμην, f. ἀπονίψομαι, ao. ἀπενιψάμην, pf. ἀπονένιμμαι);
1 enlever de dessus soi en lavant, acc.;
2 nettoyer en lavant, laver, acc. ; abs. se laver les mains.
Étymologie: ἀπό, νίζω.

English (Autenrieth)

(ἀπονίπτω), aor. imp. ἀπονιψατε, part. ἀπονίψαντες, mid. pres. ἀπονίπτεσθαι, aor. ἀπονιψάμενοι: wash off, wash clean, mid., oneself or from oneself; ἀπονίψαντες μέλανα βροτον ἐξ ὠτειλέων, Od. 24.189; ἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, Od. 19.317; χρῶτ' ἀπονιψαμένη, Od. 18.172; ἷδρῶ πολλὸν ἀπε̄νίζοντο θαλάσσῃ, Il. 10.572.

Spanish (DGE)

I limpiar c. ac. de la cosa eliminada βρότον αἱματόεντα Il.7.425 (tm.), αἷμα Anon.Hist.356
en v. med. limpiarse ἱδρῶ πολλόν Il.10.572.
II 1lavar c. ac. de pers., esp. de las manos y pies τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην la ví (la cicatriz) cuando lo estaba lavando, Od.23.75, ὅταν ... ἡ θυγάτηρ με ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ' ἀλείφῃ Ar.V.608, cf. Pl.Smp.175a, πατέρα Men.Georg.60
en v. med., abs. lavarse οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο Heraclit.B 5, ὕδατι ... ἀπονίζεσθαι Hp.Mul.1.89.
2 limpiar de cosas τὴν κύλικα Pherecr.45; cf. ἀπονίπτω.