ἔμπαιος
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
(A), ον,
A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379; κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400; ἔ. δρόμων Lyc.1321.
ἔμπαιος (B), ον, (παίω)
A bursting in, sudden, τύχαι A.Ag.187 (lyr.); πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια prob. in Emp.2.2.
German (Pape)
[Seite 809] = ἔμπειρος (vgl. ἐμπάζομαι?), kundig, erfahren; τινός, in Etwas, z. B. ἔργων, κακῶν, Od. 20, 379. 21, 400; δρόμων Lycophr. 1321 [in der ersten Stelle der Od. ist αι kurz gebraucht]. (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπαιος: -ον, (Α) = ἔμπειρος, εἰδήμων, ἠσκημένος ἔν τινι, μετὰ γεν., οὔδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης (ἡ παραλήγ. βραχεῖα) Ὀδ. Υ. 379· κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης Φ. 400· ἔμπ. δρόμων Λυκόφρ. 1321. - Παλαιὰ ποιητ. λέξις, ἴσως συγγενὴς τῷ ἐμπάζομαι, δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ ἑπομένου.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui a l’expérience de, gén..
Étymologie: cf. ἐμπάζομαι.
2ος, ον :
qui frappe sur.
Étymologie: ἐν, παίω.
English (Autenrieth)
conversant with, τινός, Od. 20.379 (ἔμπα^ιον) and Od. 21.400.
Spanish (DGE)
-ον
conocedor de, experto en c. gen. οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης Od.20.379, κακῶν ἔ. ἀλήτης Od.21.400, ἔ. δρόμων de Medea, Lyc.1321.
-ον
que golpea τύχαι A.A.187, πολλὰ δὲ δείλ' ἔμπαια Emp.B 2.2.