κήδιστος
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
η, ον, Sup. formed from κῆδος,
A most worthy of one's care, most cared for, κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il.9.642; κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225. II κήδιστοι, οἱ, those nearest allied by marriage, 8.583.
German (Pape)
[Seite 1429] ein superl., von κῆδος abgeleitet, der Bdtg nach zu κήδειος gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, wertheste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ πενθερός· οἵτε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.
Greek (Liddell-Scott)
κήδιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῆδος, πλείστης φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ἄξιος, οὗ μάλιστα κήδεταί τις, κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι Ἰλ. Ι. 642 (638)· κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Ὀδ. Ι. 225. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Θ. 583, κήδιστοι, οἱ πλησιέστατα συγγενεύοντες διὰ γάμου.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 très cher, très précieux;
2 le plus proche parent par alliance.
Étymologie: Sp. dér. de κῆδος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κήδιστος, -ίστη, -όν (Α)
1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.)
2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι
οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός < θ. κηδ- του κῆδος + κατάλ -ιστος (πρβλ. άρ-ιστος, κάκ-ιστος)].