πλέον
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
A = πλήν, c. nom., JHS50.267 (Asia Minor).
German (Pape)
[Seite 630] neutr. von πλέων (s. πλείων) u. von πλέος.
French (Bailly abrégé)
2ονος;
neutre de πλέων.
3ου;
neutre de πλέος.
English (Autenrieth)
see πλείων.
Greek Monolingual
(I)
Α
(καταχρ. πρόθεση) πλην, εκτός από, εξαιρέσει του.....———————— (II)
Ν
επίρρ. βλ. πλείων.