περιπροχέω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

German (Pape)

[Seite 589] (s. χέω), darum, darüber ausgießen, überströmen, Il. 14, 316.

French (Bailly abrégé)

part. ao. περιπροχυθείς;
se répandre dans l’âme.
Étymologie: περί, προχέω.

English (Autenrieth)

only pass. aor. part., περιπροχυθείς, pouring in a flood over, Il. 14.316†.

Greek Monolingual

Α
(κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι
χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»].