χερειότερος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
η, ον, Ep. Comp. for sq., Il.2.248, 12.270, AP7.371 (Crin.), Q.S.5.555.
German (Pape)
[Seite 1349] poet. compar. = χερείων; Il. 2, 248; ὅς τ' ἔξοχος, ὅς τε μεσήεις, ὅς τε χερειότερος 12, 220; sp. D., wie Bian. 15 (IX, 548), Opp. Hal. 3, 432.
Greek (Liddell-Scott)
χερειότερος: -α, -ον, Ἐπικ. συγκρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ’ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον Ἰλ. Β. 248, Μ. 270.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. χερείων.
English (Autenrieth)
χερείων (Il.)
Greek Monolingual
-οτέρα, -ον Α
(επικ. τ.) βλ. χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.