πενταετής
English (LSJ)
ές, Att. πεντᾰέτης, ες (v. διέτης), = foreg. I,
A ἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136 ; πενταετεῖ . . ἤθει ψυχῆς Pl.Lg.793e :—fem. πεντᾰετίς, Plu.2.844a. II lasting five years, σπονδαί Th.1.112 codd. ; χρόνος IG12(5).860.29 (Tenos) : neut. as Adv., πεντάετες for five years, Od.3.115.
German (Pape)
[Seite 556] ές, fünfjährig; Her. 1, 136; Thuc. 1, 112; Plat. Legg. VII, 793 e; Folgde, wie Plut.; – πεντάετες, adv., fünf Jahre lang, Od. 3, 115.
Greek (Liddell-Scott)
πενταετής: -ές, ἢ πενταέτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, ἀπὸ πενταετέος ἀρξάμενοι Ἡρόδ. 1. 136· πενταετεῖ ... ἤθει ψυχῆς Πλάτ. Νόμ. 793Ε· ― θηλυκ. πενταετίς, Πλούτ. 2. 844Α. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὁ διαρκῶν ἐπὶ πέντε ἔτη, σπονδαὶ Θουκ. 2. 112· χρόνος Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 29· ― οὐδέτ. ἐπίρρ. πεντάετες, ἐπὶ πέντε ἔτη, Ὀδ. Γ. 115, καὶ πενταετῶς, τὸ σιγᾶν πενταετῶς Τζέτζ. Ἱστ. 7. 157.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans;
adv. • πεντάετες, pendant cinq ans.
Étymologie: πέντε, ἔτος.
English (Autenrieth)
(ϝέτος): only neut. as adv., πενταετές, five years long, Od. 3.115†.
Greek Monolingual
-ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, -ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών
2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει πέντε χρόνια («πενταετές σχέδιο»)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πενταετές
για πέντε χρόνια.
επίρρ...
πενταετῶς Μ
για πέντε χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντ- + -ετής / -έτης (< ἔτος) πρβλ. τετρα-ετής / -έτης. Ο τ. πενθ-έτης οφείλεται σε δάσυνση του β' συνθετικού ἔτος, που παρατηρείται σε ορισμένους τ. (πρβλ. εφ-έτος, δωδεχ-έτης, καθ-έτης)].