μαχλοσύνη

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχλοσύνη Medium diacritics: μαχλοσύνη Low diacritics: μαχλοσύνη Capitals: ΜΑΧΛΟΣΥΝΗ
Transliteration A: machlosýnē Transliteration B: machlosynē Transliteration C: machlosyni Beta Code: maxlosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.

English (Autenrieth)

(μάχλος): lust, indulgence, Il. 24.30†.

Greek Monolingual

μαχλοσύνη, ἡ (Α) μάχλος
(ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ' ἤνησ', ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.).