τιμάορος
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ον,
A v. τιμωρός. τῑμάοχος, ον, v. τιμοῦχος.
German (Pape)
[Seite 1114] dor. statt τιμωρός; Pind. Ol. 9, 84; Tragg. S. τιμωρός.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμάορος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τιμωρός.
English (Slater)
τῑμάορος
1 honouring c. dat. προξενίᾳ δ ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.84)