κρύφιος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—
A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328. 2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9. 3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153. 4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1. 5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4. 6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφιος
1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97)] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο [(λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.
English (Slater)
κρῠφιος
1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97)] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο [(λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.