Ἀχέρων

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀχέρων Medium diacritics: Ἀχέρων Low diacritics: Αχέρων Capitals: ΑΧΕΡΩΝ
Transliteration A: Achérōn Transliteration B: Acherōn Transliteration C: Acheron Beta Code: *)axe/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A Acheron, river in the nether world, Od.10.513, etc.; of other rivers, Th.1.46, Str.6.1.5, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχέρων: -οντος, ὁ, (ἄχος) ποταμὸς τῶν στεναγμῶν, (πρβλ. Κωκυτός), εἶς τῶν ποταμῶν τοῦ κάτω κόσμου, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Ἀποσπ. ἐν Valck. Diatr. σ. 17. ΙΙ. ὄνομα ποταμοῦ ἐν Θεσπρωτίᾳ, Θουκ. 1. 46· και ἄλλου ἐν Καμπανίᾳ, πρβλ. Στράβωνα 243, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
Achéron :
1 fl. des enfers;
2 fl. de Thesprotie.
Étymologie: DELG parallèles balt. ou sl. signifiant « marais, lac ».

English (Autenrieth)

οντος: Acheron, river of the nether world, into which flow Pyriphlegethon and Cocȳtus, Od. 10.513†.

English (Slater)

ᾰχέρων river of the underworld.
   1 Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.21) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.85) ]δ' εἰς [Ἀ]χέροντα[ (supp. Lo bel) Πα. 22e. 9. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος sc. the gods fr. 143. 3.

English (Slater)

ᾰχέρων river of the underworld.
   1 Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.21) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.85) ]δ' εἰς [Ἀ]χέροντα[ (supp. Lo bel) Πα. 22e. 9. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος sc. the gods fr. 143. 3.