Βοιώτιος
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Béotie, Béotien ; en mauv. part lourdaud, béotien.
Étymologie: Βοιωτός.
English (Autenrieth)
Boeotian; subst. Βοιωτοί, Boeotians.
English (Slater)
Βοιώτιος
1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)
English (Slater)
Βοιώτιος
1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)