ἔλαιος
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ὁ,= κότινος,
A wild olive, ἄγριος ἔ. Pi.Fr.46, S.Tr.1197, Paus. 2.32.10. II a bird, prob. a kind of warbler, Alex.Mynd. ap. Ath. 2.65b, cj. in AP7.199 (Tymnes); cf. ἐλέα.
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, wilder Oelbaum, ἄγριος Pind. frg. 21; Soph. T. 197 u. Sp. – Bei Ath. II, 65 b ist ἐλαιός ein Vogel.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλαιος: ὁ, = κότινος, ἡ ἀγρία ἐλαία, «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, ἄγριος ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, εἶδος αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἔλαιον, πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐλεᾶς). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ φαρμακεύς, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἀγριέλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.
English (Slater)
ἔλαιος
1 wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.
English (Slater)
ἔλαιος
1 wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.