περίκειμαι
English (LSJ)
inf. -κεῖσθαι : fut. -κείσομαι : —used as Pass. of περιτίθημι,
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.) κρύπτοισιν περικείμεναι . . κνάμισες Alc.15 ; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ; π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu.Dio 56 : c. acc., σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3 : with a Prep., περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA764b30 : abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3. 2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321. b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.). II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ; στεφάνους Plu.Arat.17; πτέρυγα Luc.Icar.14 ; προσωπεῖον Id.Nigr.11, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with... Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ; τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20 ; περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κεῖμαι), 1) rings umher oder herumliegen, herumgelegt, gefügt sein, wie ein perf. pass. zu περιτίθημι, τινί; τόξον αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο, Od. 21, 54, der ihn umgab; εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον υἱόν, über den Patroklus hingestreckt liegend, ihn umfaßt haltend, Il. 19, 4; u. absolut, τεῖχος περίκειται, die Mauer liegt rund herum, Hes. Th. 733; οἷς στέφανος περίκειται, die umkränzt sind, Pind. Ol. 8, 76; αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις, von dem goldenen Kleide der Göttinn, Thuc. 2, 13. – Uebertr., οὔ τί μοι περίκειται, Il. 9, 321, = περίεστι, d. i. ich habe keinen Nutzen davon. – 2) umgeben sein, um sich oder an sich haben, περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι, Her. 1, 171; auch περικείμενος ὕβριν, Theocr. 23, 14; περικείμενος τὴν πτέρυγα, Luc. Icarom. 14, vgl. Pisc. 33; auch περικείμενος προσωπεῖον, Nigr. 11; στεφάνους περικείμενοι, bekränzt, Plut. Arat. 17; übertr. κηλὶς αὐτῷ περίκειται, Dio 56.