ἁμέτερος

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source

German (Pape)

[Seite 123] dor. = ἡμέτερος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡμέτερος.

English (Slater)

ᾱμέτερος pl. pro sing. =
   1 ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.

Spanish (DGE)

v. ἡμέτερος.