γινώσκω

Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

French (Bailly abrégé)

ion. et réc. c. γιγνώσκω.

English (Slater)

γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντ(α): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)
   1 know, recognize
   a recognize (visually) τὸν μὲν οὐ γίνωσκον (P. 4.86) τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) (P. 4.120)
   b recognize (facts) καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.31) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand (P. 4.263) εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) (P. 4.287) τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.288) φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.
   c recognize, give recognition to ἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν (O. 7.83) τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον (O. 13.3) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν (P. 3.114)
&nbspnbsp;  d know, recognize c. part. “γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” (P. 4.34) ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) (P. 9.79) pass. γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις (Pae. 4.23)
   e know, recognize followed by indirect question. ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν (O. 6.89) cf. (P. 3.60)

Spanish (DGE)

v. γιγνώσκω.