περισσόμυθος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
ον,περισσολόγος,
A superfluous, E.Fr.52. Adv. in form περισσο-μῡθεί (s. v.l.), Phld.Rh.1.101 S.
German (Pape)
[Seite 592] = περισσολόγος, λόγος π., überflüssige Rede, Eur. frg. Alex. 16.