ἐνδομάχας
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[μᾰ], α, ὁ,
A fighting or bold at home, epith. of a dunghillcock, Pi.O.12.14.
German (Pape)
[Seite 835] ὁ, drinnen, im Hause kämpfend, der Hahn, Pind. Gl. 12, 14.
English (Slater)
ἐνδομᾰχας
1 fighting within its home τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)
Greek Monolingual
ἐνδομάχας, ο (Α)
αυτός που μάχεται μέσα στο σπίτι του («ένδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ», Πίνδ.).