χρύσασπις

From LSJ
Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσασπις Medium diacritics: χρύσασπις Low diacritics: χρύσασπις Capitals: ΧΡΥΣΑΣΠΙΣ
Transliteration A: chrýsaspis Transliteration B: chrysaspis Transliteration C: chrysaspis Beta Code: xru/saspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ,

   A with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).

Greek (Liddell-Scott)

χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.

English (Slater)

χρῡσασπις
   1 with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)

Greek Monolingual

-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκ-ασπις].