μοναρχέω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Ion. μουν-,
A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R.576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt.301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19. II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.
German (Pape)
[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχος ἢ ἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
commander seul, régner souverainement.
Étymologie: μόναρχος.
English (Slater)
μοναρχέω
1 be sole ruler “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)
Greek Monotonic
μοναρχέω: (μόναρχος), Ιων. μουν-, μέλ. -ήσω, είμαι απόλυτα άρχοντας, μονάρχης, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἐπὶτούτου μουναρχέοντος, κατά την περίοδο που ήταν απόλυτος άρχοντας, σε Ηρόδ.· με γεν., ἑκόντων μοναρχούντων, σε Αριστ.