δημόκραντος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόκραντος Medium diacritics: δημόκραντος Low diacritics: δημόκραντος Capitals: ΔΗΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dēmókrantos Transliteration B: dēmokrantos Transliteration C: dimokrantos Beta Code: dhmo/krantos

English (LSJ)

ον,

   A ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).

German (Pape)

[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.

Greek (Liddell-Scott)

δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.

Spanish (DGE)

-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.

Greek Monolingual

δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].