ἑλκεσίχειρος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A drawing the hand after it, τρύπανα AP6.103 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκεσίχειρος: -ον, ὁ ἕλκων πρὸς ἑαυτὸν τὴν χεῖρα, τρύπανά θ’ ἑλκεσίχειρα Φίλιππ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 103.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entraîne la main de l’ouvrier.
Étymologie: ἕλκω, χείρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que se usa con la mano τρύπανα AP 6.103 (Phil.).
Greek Monotonic
ἑλκεσίχειρος: -ον, αυτός που τραβά το χέρι, σε Ανθ.