ἐνολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 849] (s. ὀλισθαίνω), hineingleiten, einsinken, Plut. Pomp. 25 Cim. 16.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἐνώλισθον;
glisser dans, tomber dans.
Étymologie: ἐν, ὀλισθαίνω.

Spanish (DGE)

1 venirse abajo, caer al suelo una bandada de pájaros, Plu.Pomp.25
gener. c. dat. concr. derrumbarse, caerse ref. a borrachos κεφαλὴ ... μένειν δὲ ὀρθὴ ἐπὶ τῶν ὤμων μὴ δυναμένη ... τοῖς σπονδύλοις ἐνολισθαίνουσα Basil.M.31.453A, τυφλὸς ... τοίχοις προσκρούων καὶ βόθροις ἐνολισθαίνων Chrys.M.63.724B
de la tierra hundirse por causa de movimientos sísmicos χώρα ... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Plu.Cim.16
fig. c. dat. abstr. δειναῖς τε καὶ ἀνηκέστοις ἐνολισθήσαντες συμφοραῖς abrumados por tremendas e insufribles calamidades Cyr.Al.M.71.200B.
2 deslizarse, discurrir ἐν ὑγρῷ τε καὶ ἐπιπολαίῳ τῷ πηλῷ τοῦ τρόχου δι' εὐκολίας ἐνολισθαίνοντος Gr.Nyss.Ep.6.4, fig. ἡ τῷ γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασα Gr.Nyss.Hom.in Cant.149.2.

Greek Monolingual

ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) ολισθαίνω
(για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.)
αρχ.
πέφτω γιατί δεν έχω στήριγμα.