βαρβαρισμός

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰρισμός Medium diacritics: βαρβαρισμός Low diacritics: βαρβαρισμός Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: barbarismós Transliteration B: barbarismos Transliteration C: varvarismos Beta Code: barbarismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A use of a foreign tongue or of one's own tongue amiss, barbarism, Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, Ph.1.124, Plu.2.731e; μιᾶς λέξεως κακία ὁ β., ἐπιπλοκῆς δὲ λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός A.D.Synt.198.7.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, eigtl. das Reden einer fremden Sprache, das Reden oder Schreiben einer Sprache nach Art eines Fremden, dah. Sprachfehler, fehlerhafter Ausdruck, Arist. Poet. 22; Luc. D. Mort. 10, 10 Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰρισμός: χρῆσις ξένης τινὸς γλώσσης ἢ αὐτῆς τῆς γλώσσης τοῦ λαλοῦντος ἐσφαλμένη, Ἀριστ. Ποιητ. 22. 4 καὶ 6· πρβλ. Gellius 5. 20· - τὸ περὶ τὴν λέξιν ἁμάρτημα, Γραμματ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
langage inintelligible comme serait une langue étrangère.
Étymologie: βαρβαρίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I incorrección lingüística, barbarismo Arist.Po.1458a26, Diog.Bab.Stoic.3.214, de una traducción de los LXX en griego incorrecto, Ph.1.124, cf. Luc.DMort.20.10, Sch.Er.Il.11.441, Lyd.Mag.3.32, Isid.Etym.1.32.2
unido al solecismo, Plu.2.731e, A.D.Synt.198.7, S.E.M.1.210, 215, 231, D.L.7.59, Philostr.VS 541.
II 1partidismo pro-persa, SEG 22.506.9 (Quíos IV a.C.).
2 estado de barbarie, barbarie en la época entre Adán y Noé, Epiph.Const.Anac.1 (p.162.6), de las religiones paganas, Epiph.Const.Haer.80.10 (p.495.6).

Greek Monolingual

ο (AM βαρβαρισμός) βαρβαρίζω
η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακίαβαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)]
νεοελλ.
βάρβαρη συμπεριφορά.