διάλλαγμα

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλλαγμα Medium diacritics: διάλλαγμα Low diacritics: διάλλαγμα Capitals: ΔΙΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: diállagma Transliteration B: diallagma Transliteration C: diallagma Beta Code: dia/llagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A substitute, changeling, E.Hel. 586.    II difference, D.H.7.64.    III renewal, PLips.97xxvi 13 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 587] τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.

Greek (Liddell-Scott)

διάλλαγμα: τό, ἀντάλλαγμα, Εὐρ. Ἑλ. 586 (ἔνθα τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. διαφορά, παραλλαγή, Διον. Ἁλ. 7. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre);
2 différence.
Étymologie: διαλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substitución, cambio ref. a una pers., E.Hel.586.
2 diferencia διαριθμουμένων τῶν ψήφων οὐ μέγα τὸ δ. ἐφάνη D.H.7.64.

Greek Monolingual

διάλλαγμα, το (Α) διαλλάσσω
1. αντάλλαγμα
2. παραλλαγή, διαφορά.