διαγγελία
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἡ,
A notification, J.BJ3.8.5.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, Meldung durch einen Boten, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διαγγελία: ἡ, ἡ δι' ἀγγελιαφόρου γνωστοποίησις, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Π. 3. 8, 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
divulgación, notificación εἰ προαποθάνοι τῆς διαγγελίας I.BI 361
•en lit. crist. predicación τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Origenes M.12.84B.
Greek Monolingual
η (AM διαγγελία) διάγγελος
η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα.