ἀναπίμπρημι
From LSJ
English (LSJ)
A blow, swell up, in Pass., Nic.Th.179: aor. ἀνεπρήσθην Hp.Nat.Mul.41.
German (Pape)
[Seite 202] αὐχὴν ἀναπίμπραται Nic. Th. 179, schwillt an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίμπρημι: ἐξογκῶ, φουσκώνω, παθ. ἐξογκοῦμαι, ψαφαρὸς δ’ ἀναπίμπραται αὐχήν, καὶ ὁ αὐχὴν δὲ ἐμπίπραται φυσῶντος τοῦ θηρίου (Σχόλ.), Νικ. Θ. 179· πρβλ. ἀναπρήθω.
Spanish (DGE)
fig. inflamar τὴν ψυχήν Philost.HE 7.6a
•en v. med. inflamarse, hincharse ἢν ἀναπρησθῶσιν μῆτραι Hp.Nat.Mul.41, ἀναπίμπραται αὐχήν Nic.Th.179.