ἀναπρήθω
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
let burst forth, δάκρυ' ἀναπρήσας Il.9.433, Od.2.81.
Spanish (DGE)
hacer brotar δάκρυα Il.9.433, Od.2.81.
German (Pape)
[Seite 204] = ἀναπίμπρημι, bei Hom. vom gewaltsamen Hervorbrechen der Thränen, Iliad. 9, 433 Od. 2, 81 δάκρυ ἀναπρήσας, er brach in Thränen aus; vgl. Buttmann Lexil. 1, 105 ff. Zenodot schrieb in der Stelle der Od. δάκρυα θερμὰ χέων, s. Scholl.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀναπρήσας;
faire gonfler ; faire éclater : δάκρυ IL, OD ses larmes.
Étymologie: ἀνά, πρήθω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπρήθω: (part. aor. ἀναπρήσας) нагнетать, выдувать: δάκρυ᾽ ἀναπρήσας Hom. залившись слезами, с горьким плачем.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπρήθω: ἀναφυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἀναπέμπω, ἐκχέω, κάμνω τι νὰ ῥεύσῃ ἀφθόνως, δάκρυ’ ἀναπρήσας Ἰλ. Ι. 433, Ὀδ. Β. 81: ― κατ’ ἄλλους σημαίναι, χύσας θερμὰ δάκρυα· ἴδε ἐν λ. πρήθω Ι. 2, καὶ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. § 94 ἐν λέξει πρήθειν. ― καθ’ Ἡσύχ. «ἀναφυσῆσαι ... ἀνενέγκαι».
English (Autenrieth)
let stream up, only δά- κρυ ἀναπρήσᾶς, ‘with bursting tear,’ Il. 9.433, Od. 2.81. Cf. πρήθω.
Greek Monolingual
ἀναπρήθω (Α) πρήθω
(μόνο στη μτχ. αορ. ἀναπρήσας) κάνω κάτι να ρεύσει σε αφθονία, χύνω (δάκρυα κυρίως).
Greek Monotonic
ἀναπρήθω: μέλ. -πρήσω, αναφυσώ προς τα πάνω, κάνω κάτι να εκχυθεί, δάκρυ' ἀναπρήσας, με δάκρυα που ξεσπούν, σε Όμηρ.
Middle Liddell
to blow forth, to let burst forth, δάκρυ' ἀναπρήσας with tears bursting forth, Hom.