γαλεώδης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A v. γαλεοειδής.
German (Pape)
[Seite 471] ες, dem γαλεός ähnl., Arist. H. A. 2, 13. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γαλεώδης: -ες, =γαλεοειδής, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
v. γαλεοειδής.
Greek Monolingual
-ες (Α γαλεώδης, -ες) γαλεός
ο γαλεοειδής.