δυσκατάπαυστος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάπαυστος Medium diacritics: δυσκατάπαυστος Low diacritics: δυσκατάπαυστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatápaustos Transliteration B: dyskatapaustos Transliteration C: dyskatapafstos Beta Code: duskata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.

Spanish (DGE)

(δυσκᾰτάπαυστος) -ον

• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.

Greek Monolingual

δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχοςδυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.