ἀλύμαντος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύμαντος Medium diacritics: ἀλύμαντος Low diacritics: αλύμαντος Capitals: ΑΛΥΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: alýmantos Transliteration B: alymantos Transliteration C: alymantos Beta Code: a)lu/mantos

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A unhurt, unimpaired, Plu.2.5e, Porph. ap. Eus. PE11.28.

German (Pape)

[Seite 110] unbeschädigt, γήρᾳ Plut. ed. lib. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύμαντος: [ῡ], -ον, ἄβλαπτος, μὴ παθὼν βλάβην, σῶος, Πλούτ. 2. 5Ε.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῡ-]
1 inalterable, incólume θείου συστήματος ... ἀλυμάντου del alma, Porph. en Eus.PE 11.28.3
c. dat. γήρᾳ δ' ἀλύμαντος Plu.2.5e.
2 inalterado ἀλύμαντα τὰ τῆς προφορᾶς A.D.Pron.97.19, μέτρον Tz.Metr.Pind.23.27.

Greek Monolingual

ἀλύμαντος -ον (AM) λυμαίνομαι
αυτός που δεν έπαθε ή δεν μπορεί να πάθει βλάβη, αβλαβής, αναλλοίωτος, ανέπαφος.