ἀμφίκαρπος
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
ον,
A fruiting both above and below ground, amphicarpic, Thphr.HP1.6.12.
German (Pape)
[Seite 139] auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκαρπος: -ον, ὁ πανταχόθεν καρποφορῶν, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 6, 12.
Spanish (DGE)
-ον
de plantas que dan frutos subterráneos y aéreos, anficárpicas Thphr.HP 1.6.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίκαρπος, -ον) [[[καρπός]]]
λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους
αρχ.
λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + καρπός].
ο Βοτ.
γένος φυτών της οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή της Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα.