Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναλείχω

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλείχω Medium diacritics: ἀναλείχω Low diacritics: αναλείχω Capitals: ΑΝΑΛΕΙΧΩ
Transliteration A: analeíchō Transliteration B: analeichō Transliteration C: analeicho Beta Code: a)nalei/xw

English (LSJ)

   A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].