ἄνεῳ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεῳ: ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, κραυγάζω), ἄνευ κραυγῆς, ἄνεῳ ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ ἄνεῳ ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ ἄνεῳ ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ ἄνεῳ Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. ῥῆμα καὶ συνήθως γράφεται ἄνεῳ (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) εἶναι ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ ταῦτα ἴσως εἶναι ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.
French (Bailly abrégé)
v. ἄνεως.
English (Autenrieth)
nom. pl.: speechless, silent, ἐγένοντο, ἦσαν, etc.; adv., ἄνεω, ἣ δ' ἄνεω δὴν ἧστο, Od. 23.93.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [suele ir c. verb. en plu., salvo Od.23.93 escrito ἄνεω]
adv. en silencio τίπτ' ἄνεῳ ἐγένεσθε ...; Il.2.323, cf. 3.84, Od.7.144, 10.71, ἄνεῳ ἦσαν Il.9.30, 695, ἧσθ' ἄνεῳ Od.2.240, ἡ δ' ἄνεω δὴν ἧστο Od.l.c., sobre su morfología cf. A.D.Adu.144.11, ἄνεῳ· ἄφωνοι, ἐνεοί, καὶ ἐκπλήξει ἥσυχοί Hsch.
• Etimología: Etim. desc. Tal vez de ἀ- protética y νεύω. Es adv. interpretado a veces como adj. plu., de donde la graf. ἄνεῳ, cf. tb. ἄνεως.
Frisk Etymological English
ἄνεω
Grammatical information: adv.
Meaning: silent (Il.) Predicate to plural subjects except ψ 93 ἄνεω ἧστο.
Other forms: Recent ἄνεως· ἄφωνος (Gal. Lex. Hp.)
Compounds: ἀνεοστασίη θάμβος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Eust. ad Ψ 93takes the form as adv. (so perhaps Aristarch, s. Buttmann Lexilogus 2, 2); the notation with -ι could be due to the interpretation as adj. with plural subjects. Prob. an instr. in -ω; see Chantr. Gramm. hom. 1, 249. - No etym. Bechtel Lex., WP. 1, 114).