ἀνερύω
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ],
A draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
•levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
•halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.
Greek Monolingual
ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].