ἀνισόω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
A equalize, balance, Pl.Plt.289e; ὁ σίδηρος τοὺς ἀσθενεῖς ἀ. τοῖς ἰσχυροῖς puts them on a par with .., X.Cyr.7.5.65; of giving late-comers an equal share of wine, AB80, Hsch. (cf. ἀνίσωμα):— Pass., to be equal in a thing πλήθεϊ ἀνισωθῆναι Hdt.7.103:—Med., make oneself equal, contend with, ζυγαίναις Opp.H.5.37. II make smooth, level, στενωπούς J.BJ5.5.1:—Pass., ibid. B ἄνισος) make unequal, Phlp.in Ph.364.16 (Pass.), Dam.Pr.401 (Pass.), Elias in Cat.200.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσόω: (ἀνά, ἰσόω), καθιστῶ τι ἴσον, ἐξισῶ, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, Πλάτ. Πολιτικ. 289Ε· ὁ σίδηρος ἀνισοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς ἐν τῷ πολέμῳ, καθιστᾷ αὐτοὺς ἰσοδυνάμους, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65: ― Παθ., γίνομαι ἴσος κατά τι, ἀνισωθεὶς πλήθει Ἡρόδ. 7. 103. β) (ἄνισος) κάμνω τι ἄνισον, μεταγεν. Βυζ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao. Pass. ἀνισωθείς;
égaler, égaliser ; Pass. devenir égal.
Étymologie: ἀνά, ἰσόω.
Spanish (DGE)
1 igualar ὁ σίδηρος ... τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς X.Cyr.7.5.65
•distribuir equitativamente τά τε γεωργίας καὶ τὰ τῶν ἄλλων τεχνῶν ἔργα ... ἐπ' ἀλλήλους Pl.Plt.289e, κατὰ λόγον IEphesos 4A.16 (II a.C.), el vino en los convites AB 80
•equilibrar τὴν κατάψυξιν τῶν ἀριστερῶν (el corazón en los hombres está en el lado izquierdo para equilibrar) la frialdad de la parte izquierda Arist.PA 666b8.
2 en v. med.-pas. igualarse, ser igual ἀνισωθέντας πλήθεϊ Hdt.7.103
•competir ζυγαίναις Opp.H.5.37.
3 nivelar στενωπούς I.BI 5.185, fig. τὴν μάχην D.C.40.2.4.
en v. med. desequilibrarse τὸ κινούμενον ... ἀνισοῦται πρὸς ἑαυτὸ κατὰ ποσὸν μεταβάλλον lo que se mueve se desequilibra consigo mismo al cambiar en cantidad Phlp.in Ph.364.16, τὸ μὲν πεφυκὸς ἀνισοῦσθαι Elias in Cat.200.22.
Greek Monotonic
ἀνῐσόω: μέλ. -ώσω (ἀνά, ἰσόω), καθιστώ ίσο, εξισώνω, σε Ξεν. — Παθ., γίνομαι ίσος, σε Ηρόδ.