ἀπαιδαγώγητος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιδᾰγώγητος Medium diacritics: ἀπαιδαγώγητος Low diacritics: απαιδαγώγητος Capitals: ΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΤΟΣ
Transliteration A: apaidagṓgētos Transliteration B: apaidagōgētos Transliteration C: apaidagogitos Beta Code: a)paidagw/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A without teacher or guide, Arist.EN1121b11; uneducated, untaught, τινός in a thing, Id.Pol.1338b33 (v.l. ἀπαιδάγωγος) -ητον, τό, lack of education, Sor.1.33.

German (Pape)

[Seite 275] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος v. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, ὁ ἄνευ παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, ἀπαίδευτος, τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans précepteur, sans guide;
2 p. ext. non instruit de, gén..
Étymologie: ἀ, παιδαγωγέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que carece de guíaἄσωτος ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto Arist.EN 1121b11
no educado τῶν ἀναγκαίων Arist.Pol.1338b33.
2 grosero παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.
II subst. τὸ ἀ. carencia de educación Sor.22.24.
III adv. -ως sin instrucción, ignorantemente ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαιδαγώγητος, -ον)
αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος
αρχ.
1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο
2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι.