ἀσκητήριον

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 371] τό, Uebungsplatz, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητήριον: τὸ, παρ’ Ἐκκλ. κυρίωςκαλύβη τοῦ ἀσκητοῦ, Ἀθαν. ΙΙ. 845Β, Βασίλ. ΙΙΙ. 877C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 577Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1057C: μοναστήριον, Σωκράτ. 104Β κλ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
crist. lugar de ejercicio, convento, monasterio Gr.Naz.M.36.577B, Pall.H.Laus.14.3, Socr.Sch.HE 4.23.2, Cod.Iust.1.3.53.3.

Greek Monolingual

ἀσκητήριον, το (AM) ασκητής
1. τόπος θρησκευτικής άσκησης, η καλύβα του ερημίτη
2. το μοναστήρι.