ἀστραπαῖος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰπαῖος Medium diacritics: ἀστραπαῖος Low diacritics: αστραπαίος Capitals: ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΣ
Transliteration A: astrapaîos Transliteration B: astrapaios Transliteration C: astrapaios Beta Code: a)strapai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of lightning, ἄνεμος ἀ. a wind with thunderstorms, Arist.Mete.364b30, cf. Thphr.Sign.37; τὰ ἀ. τῶν ὑδάτων thunder-showers, Plu.2.664c; Ζεὺς ἀ. Arist.Mu.401a16, Corn.ND9, IGRom.3.17 (Bithyn.).

German (Pape)

[Seite 377] blitzend, Ζεύς; von Blitzen begleitet, ἄνεμος Arist. Meteor. 2, 6, 22; νότος Theophr.; ὕδατα, Gewitterregen, Plut. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰπαῖος: -α, -ον, ὁ πρόξενος ἀστραπῶν, «ἀστραπαῖοι· ἄνεμοι πνέοντες, ἀφ’ ὧν ἀστραπαὶ γίνονται» Ἡσύχ.· ἀστραπαῖοι… διὰ μὲν γὰρ τὸ ἐγγύθεν πνεῖν ψυχροί εἰσι, διὰ δὲ τὸ ψυχρὸν ἀστραπὴ γίνεται Ἀριστ. Μετεωρ. 2.6, 22, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 6.2, 8· ἀστρ. ὕδατα, βροχὴ μετ’ ἀστραπῶν, Πλούτ. 2.664D· ἒν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διός, ἀστραπαῖός τε καὶ βρονταῖος καὶ αἴθριος κτλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7.2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
accompagné d’éclairs.
Étymologie: ἀστραπή.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰπαῖος) -α, -ον
I 1que lanza relámpagos ref. a Zeus, Arist.Mu.401a16, Corn.ND 9, INikaia 701.2 (II d.C.), Orph.H.15.9, 20.5.
2 de fenóm. atmosféricos acompañado de relámpagos del viento, Thphr.Sign.37, ἀστραπαῖα ὕδατα tormenta acompañada de relámpagos Plu.2.664f.
II subst. ἀστραπαία, ἡ piedra preciosa Plin.HN 37.189, Eust.827.26.

Greek Monolingual

ἀστραπαῑος, -α, -ον (Α) αστραπή
1. αυτός που ρίχνει τις αστραπές («Ζεὺς ἀστραπαῑος»)
2. αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («ἄνεμος ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων»).