αὐτόφορτος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφορτος Medium diacritics: αὐτόφορτος Low diacritics: αυτόφορτος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: autóphortos Transliteration B: autophortos Transliteration C: aftofortos Beta Code: au)to/fortos

English (LSJ)

ον,

   A travelling with one's own cargo, S.Fr.251; dub.sense in bearing one's own baggage, A.Ch.675, Cratin.248.    II cargo and all, ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφορτος: -ον, ὁ τὸ ἑαυτοῦ φορτίον φέρων, αὐτοδιάκονος, Αἰσχύλ. Χο. 675, Σοφ. Ἀποσπ. 250, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Χείρωνι» 20. ΙΙ. σύν αὐτῷ τῷ φορτίῳ ναῦς Πλουτ. Αἰμίλ. 9., 2. 467D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte lui-même (càd sans serviteurs) sa charge;
2 avec la cargaison même.
Étymologie: αὐτός, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
cargado con su propio bagaje de pers. στείχοντα δ' αὐτόφορτον οἰκείᾳ σαγῇ ἐς Ἄργος A.Ch.675, cf. S.Fr.251, Cratin.266
de naves con todo su cargamento ὁλκάδες Plu.Aem.9, cf. 2.467d.

Greek Monolingual

αὐτόφορτος, -ον (AM) φόρτος
(για πλοίο) μαζί με το φορτίο
αρχ.
αυτός που σηκώνει μόνος το φορτίο του.