γρυνός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A fagot, firebrand, Hom.Fr.18, Lyc.86,294.
German (Pape)
[Seite 507] ὁ, u. nach VLL. auch γρουνός, dürres Holz, Fackel, Lycophr. 294. 1362.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡνός: ὁ, ξηρὸν ξύλον, κορμός, δαυλός, Λυκ. 86, 294˙ ὡσαύτως γρουνός.
Spanish (DGE)
(γρῡνός) -οῦ, ὁ
• Grafía: graf. γρουνός EM 241.55G.
tea, tizón γρυνοὶ μὲν δαίοντο, μέγας δ' Ἥφαιστος ἀνέστη Hom.Fr.27, cf. Lyc.86, 294, 1362, Tz.AH 41, EM l.c.
•ramaje seco Hdn.Gr.2.938.
Greek Monolingual
γρυνός και γρουνός, ο (Α)
ξερό ξύλο, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE greus- «καίω, σιγοκαίω»].