γυμνοποδέω
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
A go barefoot, Socr.Ep.13.
German (Pape)
[Seite 509] barfuß gehen, Epist. Socr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοποδέω: περιπατῶ γυμνόπους, Ἐπ. Σωκρ. 13, Γρ. Ναζ. 2, 649Β (Migne).
Spanish (DGE)
ir, andar descalzo, Ἀντισθένης Socr.Ep.13.2, de los discípulos de Cristo δεῖ ... γυμνοποδεῖν, ἵνα φανῶσιν οἱ πόδες ὡραῖοι τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην Gr.Naz.M.36.649B, cf. Hdn.Epim.18, Sud.