δειπνίον
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ου, τό, Dim. of δεῖπνον, Ar.Fr.483.
German (Pape)
[Seite 540] τό, dim. von δεῖπνον, Ar. bei Hesych. s. V. οὐ γὰρ ἄκανθαι.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνίον: -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ δεῖπνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 407.
Spanish (DGE)
-ου, τό pequeña cena, colación Ar.Fr.499.
Greek Monolingual
δειπνίον, το (Α)
φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δείπνον].