διάκλυσμα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκλυσμα Medium diacritics: διάκλυσμα Low diacritics: διάκλυσμα Capitals: ΔΙΑΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: diáklysma Transliteration B: diaklysma Transliteration C: diaklysma Beta Code: dia/klusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lotion for washing out the mouth, Gal.11.839; ὀδονταλγίας δ. to prevent toothache, Dsc.1.43, cf. 96, Apollonius ap.Gal.12.864, cf. Id.11.879.

Greek (Liddell-Scott)

διάκλυσμα: τό, ὑγρὸν παρεσκευασμένον πρὸς πλύσιν τῶν ὀδόντων, τοῦ στόματος, δ. ὀδονταλγίας, πρὸς πρόληψιν ἢ θεραπείαν ὀδονταλγ., Διοσκ. 1. 53· οὕτω διακλυσμός, ὁ, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. loción para lavarse la boca, colutorio ὀδονταλγίας Dsc.1.43, cf. 96, Apollon. en Gal.12.864, Gal.11.839, 879, Sor.3.10.4, Paul.Aeg.2.46.1
líquido para humedecer la boca, refresco Cyr.S.V.Sab.58.

Greek Monolingual

το (Α διάκλυσμα) διακλύζω
υγρό για το πλύσιμο του στόματος και τών δοντιών
μσν.
το κρασί
αρχ.
υγρό παρασκεύασμα για την πρόληψη ή για τη θεραπεία της οδονταλγίας, του πονόδοντου.