διάπλεγμα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεγμα Medium diacritics: διάπλεγμα Low diacritics: διάπλεγμα Capitals: ΔΙΑΠΛΕΓΜΑ
Transliteration A: diáplegma Transliteration B: diaplegma Transliteration C: diaplegma Beta Code: dia/plegma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A woof or web, Eust.1571.56.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.

Spanish (DGE)

-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.

Greek Monolingual

το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.