δυσέμβλητος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέμβλητος Medium diacritics: δυσέμβλητος Low diacritics: δυσέμβλητος Capitals: ΔΥΣΕΜΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysémblētos Transliteration B: dysemblētos Transliteration C: dysemvlitos Beta Code: duse/mblhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to set, of dislocations, Hp.Art.71.

German (Pape)

[Seite 679] schwer wieder einzurenken, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμβλητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐμβαλλόμενος εἰς τὸν οικεῖον τόπον, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, ὀστέα Ἱππ. Ἄρθρ. 833.

Spanish (DGE)

-ον
medic. difícil de encajar, de reducir τὰ ἄρθρα en dislocaciones, Hp.Art.71, cf. Gal.18(1).741.

Greek Monolingual

δυσέμβλητος, -ον (A)
φρ. «ὀστέα δυσέμβλητα» — οστά που δύσκολα ξαναμπαίνουν στη θέση τους.